συχνάκις

Revision as of 12:38, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

[ᾰ], Adv. frequently, often, Luc.Scyth.2.

French (Bailly abrégé)

adv.
fréquemment.
Étymologie: συχνός, -ακις.

German (Pape)

adv., häufig, oftmals, Luc. Scyth. 2.

Russian (Dvoretsky)

συχνάκῐς: (ᾰ) adv. многократно, часто Arst., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

συχνάκῐς: [ᾰ], Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, συχνά, πολλάκις, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 2, 6, Λουκ. Σκύθ. 2.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. πολλές φορές, συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + επιρρμ. κατάλ. -(ά)κις (πρβλ. πυκν-(ά)κις)].