συχνός
English (LSJ)
συχνή, συχνόν:
I in sg.,
1 of time, long, χρόνος σ. Hdt. 8.52, Pl.Phd. 57a, Gal.15.152, etc.; χρόνῳ σ. ὕστερον, σ. ὕστερον χρόνῳ, X.An.1.8.8, Pl.Grg. 518d: c. gen., συχνὸν τοῦ βίου a great part of life, Id.Ep.322e.
2 long in point of time, σ. λόγος a long speech, Id.Grg.465e, etc.; μάλα σ. λόγος Id.Tht.185e; σ. πραγματεία long, wearisome, D.52.21.
II of Number, many, ἔθνεα Hdt.1.58; πόλιες Id.6.33; πόνοι ib.108; (πρόλογοι) Ar.Ra.1237; πληγαί, κακά, Id.Av.1014, Pl.R. 544c, etc.; ἡμέρας συχνάς for many days together, Id.Prt.313a, cf. D.35.30; τεκεῖν πέντε συχνὰ ταῖς αὐταῖς ὠδῖσι five at once, Plu.2.429f (s.v.l., τέκνα is cj.): c. gen., συχναὶ τῶν νήσων Hdt.3.39; σ. τῶν λόγων Pl.Grg. 519e; τῶν ληφθέντων σ. Th.4.106, cf. X.An.5.4.16, etc.: abs., συχνοί many people together, Th.2.52, etc.; ἄλλοι σ. many others, Ar.Ec.388.
2 with sg. nouns, great, large, λεπαστή Theopomp.Com.41; σφύραινα Antiph. 97; [τὸ πολίχνιον] σ. ποιεῖν make the small town populous, Pl.R. 370d; σ. χώρα Str.15.1.28; οἰκία Anon. ap. Suid.; σ. θεραπεία εὐνούχων Iamb. ap. eund.
b much, great, οὐσία Ar.Pl.754; πειθώ Pl. R.414c; σ. ἔργον great, difficult, ib.511c; σ. εὐλάβεια, σκέψις, μελέτη, great, constant, ib.539b, Lg.968b, Thphr. Fragmenta 175; σ. τὸ ὑπεραῖρον τὸ ὕδωρ large part (of the plant), Id.HP4.8.10; σ. εἶδος often-recurring, Pl.Plt. 287e; ἡ διοίκησις σ. the expense was great, D.59.42; σ. αἷμα ἐρρύη Hp.Epid.7.77; διέρχεται φλέγμα σ. Gal.16.584; δεῖπνον σ. plentiful, AP6.303 (Aristo); σ. θεραπεία, πληθύς, ἀργύριον, etc., Plu.Publ.5, Pomp.39, Lys.16, etc.: c. gen., τῆς μαρίλης συχνήν Ar. Ach.350.
III of Space, προσεπιδεῖν καὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἐπὶ συχνόν Hp.Fract.14; συχνοτέρας κινήσιας ἔχει more extensive movements, Id.Mochl.1.
B the Adv. συχνῶς (Antipho 3.3.3, PGiss.20.25 (ii A.D.), Gal. 16.684) is rare, the neut. συχνόν, συχνά being used instead,
I often, much, συχνὸν διαμαρτάνεις Pl.Phdr.257d; συχνὰ χαίρειν ἐᾶν Id.Phlb.59b; ἐπὶ συχνόν Hp.Fract.14.
2 far, διαλείποντα συχνὸν ἀπ' ἀλλήλων X.An.1.8.10; προελαύνουσι Id.Cyr.6.3.12; ἀποπτάς Arist.HA619a32.
II dat. συχνῷ is freq. joined with a Comp. Adj., like πολλῷ, σ. βελτίων far better, Pl.Lg.761d, cf. Hp.Mul.1.69, Gal.6.471; νεώτερος ἐμοῦ καὶ συχνῷ younger by a good deal, D.39.27.
III Adv. Comp. συχνοτέρως EM665.20; συχνότερον Aristaenet.1.17.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
A. adj.
I. continu :
1 au propre συχνὴ ἀδικία PLUT tort dont l'effet se continue, tort durable;
2 avec idée de temps de longue durée : χρόνος HDT durée continue, temps prolongé, long temps ; συχνῷ χρόνῳ ὕστερον XÉN longtemps après ; ἡμέρας συχνάς PLUT plusieurs jours de suite;
II. rapproché l'un de l'autre, compact, d'où
1 fréquent, nombreux, abondant : συχνὰ ἔθνεα HDT peuples nombreux ; συχναὶ πόλιες HDT villes nombreuses ; abs. συχνοί nombreux, en grand nombre ; au sg. en un sens collect. : συχνὴ θεραπεία PLUT un nombreux domestique ; συχνὴ οὐσία AR une grande fortune;
2 fréquenté, populeux;
3 avec un n. de nombre ensemble : πέντε συχνά PLUT cinq à la fois;
B. adv. 1 • συχνόν avec idée de lieu sur une longue étendue, au loin sans mouv.
2 • συχνά très, fort.
Étymologie: σύν, ἔχω avec métathèse ; cf. συνεχής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συχνός -ή -όν van tijd lang:. χρόνῳ … συχνῷ ὕστερον geruime tijd later Xen. An. 1.8.8; συχνὸν διατετριφέναι τοῦ βίου een groot deel van zijn leven doorgebracht hebben Plat. Epist. 322e; συχνὸς λόγος een lang betoog, een lang verhaal Plat. van hoeveelheid talrijk, meestal plur. vele, heel wat:. ἄλλοι συχνοί vele anderen Aristoph. Eccl. 388; ἡμέρας συχνάς heel wat dagen lang Plat. Prot. 313a; συχναὶ τῶν νήσων een groot aantal van de eilanden Hdt. 3.39.4. van afmeting groot, aanzienlijk, uitgebreid:; σ. οὐσία een aanzienlijk vermogen Aristoph. Pl. 754; als dat. mensurae. βελτίων συχνῷ aanzienlijk beter Plat. Lg. 761d. adv. acc. n. συχνόν en συχνά, zelden συχνῶς van tijd vaak. van afmeting een flinke afstand, een flink stuk:. ἅρματα διαλείποντα συχνὸν ἀπ’ ἀλλήλων strijdwagens met een flinke onderlinge afstand Xen. An. 1.8.10.
German (Pape)
adv. συχνῶς (gew. von συνεχής durch Metathesis abgeleitet),
1 von der Zeit, anhaltend, während, ununterbrochen; χρόνος, Her. 8.52; vgl. Plat. Phaed. 37a; συχνὸν ἐκεῖ διέτριψα χρόνον, Phaedr. 227a; συχνῷ χρόνῳ ὕστερον, Xen. An. 1.8.8, wie Plat. Gorg. 518d.
2 gew. häufig, reichlich; οὐσία, Ar. Plut. 754; zahlreich, viel, Her. πόνοι, 6.108, ἐν τῇ Χερσονήσῳ πόλιες συχναὶ ἔνεισι, 6.33, und oft; Thuc. 4.106 und sonst; συχνῶν γέμουσα κακῶν πολιτεία, Plat. Rep. VIII.544c und oft; λόγος, eine ununterbrochene, fortlaufende Rede, im Gegensatz zu den kurzen Sätzen des Gesprächs, Gorg. 519d, Theaet. 158e, Soph. 217d; τὸ πολίχνιον συχνὸν ποιεῖν, das Städtchen volkreich machen, Rep. II.370d.
• Adv. συχνῶς, συχνῷ = πολλῷ, z.B. βελτίονα συχνῷ, Plat. Legg. VI.761d; νεώτερος ἐμοῦ καὶ συχνῷ, Dem. 39.27; und συχνόν, wie συχνὸν διαμαρτάνεις, Plat. Phaedr. 257c; Polit. 276c; συχνὸν ἀπ' ἀλλήλων, in ununterbrochener Reihe Einer neben dem Andern, Xen. An. 1.8.10; auch συχνά, Plat. Phil. 59b.
Russian (Dvoretsky)
συχνός: συνέχω (sing. и pl.)
1 непрерывный, постоянный (πόνοι Her.; μελέτη Plat.): πέντε συχνά Plut. пять сразу;
2 широкий, обширный (διπλόη, εἶδος Plat.);
3 длительный, продолжительный, долгий (χρόνος Her.): χρόνῳ συχνῷ ὕστερον Plat. долго спустя;
4 длинный, пространный (λόγοι Plat.; πραγματεία Dem.);
5 обильный, богатый, большой (οὐσία Arph.; δεῖπνον Anth.);
6 многочисленный (ἔθνεα Her.): ἡμέρας συχνάς Plat. в течение многих дней подряд; οὔτ᾽ αὐτὸς οὔτ᾽ ἄλλοι συχνοί Arph. ни я сам, ни многие другие; συχναὶ τῶν νήσων Her. много островов;
7 многолюдный (τὸ πολίχνιον Plat.). - см. тж. συχνά, συχνόν и συχνῷ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συχνός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. συχνιός, -ά, -ό, Ν
1. αυτός που γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αυτός που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, αλλεπάλληλος (α. «μάς κάνει συχνές επισκέψεις τον τελευταίο καιρό» β. «μάλα γε συχνὸν εἶδος», Πλάτ.)
2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) συχνά
πολλές φορές, συχνάκις
νεοελλ.
(το ουδ. του τ. συχνιός στον πληθ. ως επίρρ.) συχνιά
συχνά
αρχ.
1. (για χρόνο) αυτός που έχει μεγάλη διάρκεια
2. αυτός που γίνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα, συνεχής
3. (κατ' επέκτ.) ανιαρός, βαρετός («εὖ ἐποίησάς με μάλα συχνοῦ λόγου ἀπαλλάξας», Πλάτ.)
4. πολύς, πολυάριθμος («ὀλιγαρχία, συχνῶν γέμουσα κακῶν πολιτεία», Πλάτ.)
5. (για πόλεις ή κατοικημένα μέρη) πολυπληθής, πολυάριθμος («καὶ ἡ περικειμένη χώρα συχνὴ καὶ σφόδρα εὐδαίμων», Στράβ.)
6. άφθονος, πλούσιος («ἀφελὼν συχνὸν ἀργύριον ἐξ ἑκάστου», Πλούτ.)
7. μεγάλος
8. ο μεγάλης ποσότητας
9. (για αγγείο) ο μεγάλης χωρητικότητας, ογκώδης
10. τεταμένος, τεντωμένος
11. σύντονος, συστηματικός («περὶ τὰ τοιαῦτ' ἐμπειρίαν τε καὶ σκέψιν γεγονυῖάν μοι καὶ μάλα συχνήν», Πλάτ.)
12. (το αρσ. στον πληθ. ως απόλ.) συχνῷ- πολλοί μαζί
13. (το ουδ. στον εν. ως επίρρ.) συχνό ν
α) συχνά
β) σε μεγάλη απόσταση
14. (η δοτ. εν. του ουδ. ως επίρρ.) συχνῷ- (με επίθ. συγκρ. βαθμού) κατά πολύ («νεώτερον ὄντ' ἐμοῦ καὶ συχνῷ», Δημοσθ.)
15. φρ. α) «συχνὸν τοῦ βίου» — μεγάλο μέρος της ζωής (Πλάτ.)
β) «ἠμέρας συχνάς» — για πολλές ημέρες (Πλάτ.)
γ) «ἄλλοι συχνοί» — άλλοι πολλοί (Αριστοφ.)
δ) «συχνὸν ἔργον» — δύσκολο έργο (Πλάτ.)
ε) «ἐπὶ συχνόν» — επί μακρό χρονικό διάστημα (Ιπποκρ.)
στ) «συχνὸν τὸ ὑπεραῖρον τὸ ὕδωρ (φυτόν)» — μεγάλο τμήμα φυτού που προεξέχει από το νερό (Θεόφρ.).
επίρρ...
συχνῶς ΜΑ
πολλές φορές, συχνά, συχνάκις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Κατά μία άποψη, όχι πολύ πιθανή, ο τ. συχνός, μέσω ενός τ. τυκ-σνός με αρχική σημ. «πυκνός, πεπιεσμένος», ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα tuk- της ΙΕ ρίζας tuāk- «συσφίγγω, περικλείω»].
Greek Monotonic
συχνός: -ή, -όν, Α. I. λέγεται για χρόνο, μακρύς, μακροχρόνιος, εκτεταμένος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· συχνὸς λόγος, μακροσκελής, σχοινοτενής ομιλία, σε Πλάτ.
II. λέγεται για αριθμούς, πολύς, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ἡμέρας πολλάς, επί πολλές ημέρες στη σειρά, σε Αριστοφ.· με γεν., συχναὶ τῶν νήσων, σε Ηρόδ.· απόλ., συχνοί, πολλοί άνθρωποι μαζί, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με ουσ. στον ενικ., μεγάλος, πολύς, εκτεταμένος, ογκώδης, στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ.· τὸπολίχνιον συχνὸν ποιεῖν, κάνω τη μικρή πόλη πολυάνθρωπη, πολυσύχναστη, σε Πλάτ.· με γεν., τῆς μαρίλης συχνήν, σε Αριστοφ.Β. I. το επίρρ. συχνῶς (σε Αντιφών.) είναι σπάνιο, αντί αυτού χρησιμ. τα ουδ. συχνόν, συχνά, πολύ, με μεγάλη συχνότητα, τακτικά, σε Πλάτ.· μακριά, σε Ξεν.
II. δοτ. συχνῷ με συγκρ. επίθ., νεώτερος ἐμοῦ καὶ συχνῷ, κατά πολύ νεότερός μου, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
συχνός: -ή, -όν, Ι. ἐν τῷ ἑνικῷ. 1) ἐπὶ χρόνου, μακρός, σ. χρόνος Ἡρόδ. 8. 52, Πλάτ., κλπ.· χρόνῳ οὐ σ. ὕστερον, σ. ὕστερον χρόνῳ Ξεν. Ἀν. 1. 8, 8, Πλάτ. Γοργ. 518D· - μετὰ γεν., συχνὸν τοῦ βίου, μέγα μέρος τῆς ζωῆς, Πλάτ. Ἐπιστ. 322Ε· - ὅθεν, 2) μακρός, ὡς πρὸς τὸν χρόνον, ἐπὶ πολὺ διαρκῶν, σ. λόγος, μακρός, ἀδιάκοπος, Πλάτ. Γοργ. 465Ε, κλπ.· μάλα σ. λόγος, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 185Ε· σ. τῶν λόγων ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 519Ε· σ. πραγματεία, μακρά, ὀχληρά, ἀνιαρά, βαρετή, Δημ. 1242. 2. ΙΙ. ἐπὶ ἀριθμῶν, ὡς τὸ πολύς, ἔνθεα Ἡρόδ. 1. 58· πόλιες ὁ αὐτ. 6. 33· πόνοι αὐτόθι 108· πρόλογοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1237· πληγαί, κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1014, Πλάτ., κλπ.· ἡμέρας συχνάς, ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας κατὰ σειράν, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 313Α, Δημ. 932. 27· τεκεῖν πέντε συχνά, διὰ μιᾶς, Πλούτ. 2. 429F. - μετὰ γεν., συχναὶ τῶν νήσων Ἡρόδ. 3. 39· τῶν ληφθέντων σ. Θουκ. 4. 106, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 4, 16 κλπ.· - ἀπολ., συχνοὶ πολλοὶ ὁμοῦ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1267, Θουκ., κλπ.· ἄλλοι σ., πολλοὶ ἄλλοι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 388. 2) μεθ’ ἑνικῶν ὀνομάτων, μέγας, ἐκτεταμένος, ὀγκώδης, λεπαστὴ μάλα συχνὴ Θεόμποπος Κωμικ. ἐν «Παμφίλῃ» 2· πάνυ συχνὴ σφύραινα Ἀντιφάνης ἐν «Εὐθυδίκῳ» 3· τὸ πολίχνιον σ. ποιεῖν, τὴν μικρὰν πόλιν ποιεῖν πολυάνθρωπον, Πλάτ. Πολ. 370D· οὕτω, σ. χώρα Στράβ. 698· οἰκία Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· - ἀλλὰ συνήθως, β) πολύς, μέγας, σ. οὐσία Ἀριστοφ. Πλ. 754· πειθὼ Πλάτ. Πολ. 414C· σ. ἔργον, μέγα, δυσχερές, δύσκολον, αὐτόθι, 511C· σ. εὐλάβεια, σκέψις, μελέτη, μεγάλη, συνεχής, αὐτόθι 539A, Λυσί, 968Β, Θεόφρ.· σ. εἶδος, συχνάκις γινόμενον, ἐπαναλαμβανόμενον, Πλάτ. Πολιτικ. 287A· ἡ διοίκησις σ., ἡ δαπάνη ἦτο μεγάλη, Δημ. 1359. 9· σ. αἷμα ἐρρύη Ἱππ. 1229D· σ. δεῖπνον, ἄφθονον, πλούσιον, Ἀνθ. Π. 6. 203· σ. θεραπεία, πληθύς, δύναμις Πλουτ. Ποπλικ. 5, κλπ.· - μετὰ γεν., τῆς μαρίλης συχνὴν Ἀριστοφ. Ἀχ. 350. ΙΙΙ. ἐπὶ διαστήματος, ὁ μακρὰν ἐκτεινόμενος, μακρὰν ἀπέχων, «μακρινός», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 10. Β. Τὸ ἐπίρρ. συχνῶς (Ἀντιφῶν 122. 37) εἶναι σπάνιον, ἀνθ’ οὗ εἶναι ἐν χρήσει τὸ οὐδ. συχνόν, συχνά. 4) συχνάκις, πολύ, συχνὸν διαμαρτάνειν Πλάτ. Φαῖδρ. 257C· συχνὰ χαίρειν ἐᾶν ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 59Β· οὕτω, ἐπὶ συχνὸν Ἱππ. π. Ἀγμ. 761. 2) μακράν, διαλείπειν συχνὸν ἀπ’ ἀλλήλων Ξεν. Ἀν. 1. 8, 10· προελαύνειν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 3, 12· ἀποπτῆναι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 10. ΙΙ. ἡ δοτ. συχνῷ πολλάκις συνάπτεται μετὰ συγκρ. ἐπιθέτου, ὡς τὸ πολλῷ, σ. βελτίων, κατὰ πολὺ καλλίτερος, Πλάτ. Νόμ. 761D· νεώτερος ἐμοῦ καὶ συχνῷ, κατὰ πολὺ νεώτερος, Δημ. 1002. 23. ΙΙΙ. Συγκρ. ἐπίρρ. -οτέρως, Ἐτυμολ. Μέγ. Βυζ.· -ότερον Ἀρισταίν. σ. 86, Θεόδ. Στουδ. (Κατὰ τὸν Pott. ἀντὶ συγχνός, συνεχνός, ἐκ τοῦ σύν, ἔχω. πρβλ. συνεχής).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: numerous, many, much, wide, long (IA.).
Derivatives: Few and rare derivv.: συχν-άκις adv. frequently, often (Luc.), -εών, -εῶνος m. thicket (Aq.), -άζω = θαμίζω (EM) with -ασμα n. (Poll.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. By Brugmann Sächs. Ges. Ber. 1901, 91ff., Grundr. 2I 311 supposedly as *'compact, solid' connected with σάττω stuff (s.v.). Basis *τυκ-σν-ός; on the phonetics Schwyzer 308 a. 327 w. lit.; older lit. also in Bq.
Middle Liddell
συχνός, ή, όν
I. of time, long, Hdt., etc.; ς. λόγος a long speech, Plat.
II. of Number, many, Hdt., Ar., etc.; many days together, Ar.:—c. gen., συχναὶ τῶν νήσων Hdt.:—absol., συχνοί many people together, Ar., etc.:—with sg. nouns, much, great, Ar., Plat., etc.; τὸ πολίχνιον συχνὸν ποιεῖν to make the small town large, Plat.:—c. gen., τῆς μαρίλης συχνήν Ar.
B. the adv. συχνῶς (Antipho.) is rare, the neut. συχνόν, συχνά being used instead, often, much, Plat.: far, Xen.
II. dat. συχνῷ with comp. adj., νεώτερος ἐμοῦ καὶ συχνῷ younger by a good deal, Dem.
Frisk Etymology German
συχνός: {sukhnós}
Meaning: zahlreich, viel, weit, lang (ion. att.).
Derivative: Wenige und seltene Ableitungen: συχνάκις Adv. vielmals, oft (Luk.), -εών, -εῶνος m. Dickicht (Aq.), -άζω = θαμίζω (EM) mit -ασμα n. (Poll.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Von Brugmann Sächs. Ges. Ber. 1901, 91ff., Grundr. 2I 311 vermutungsweise als *’gedrängt, dicht’ mit σάττω vollstopfen verbunden (s.d.). Grundform *τυκσνός; zum Lautlichen Schwyzer 308 u. 327 m. Lit.; alt. Lit. auch bei Bq.
Page 2,825
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἴσως ἀντί συγχνός, συνεχνός → σύν + ἔχω (συνεχής).