ἀτευχής

Revision as of 12:00, 3 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "DMic." to "Diccionario Micénico")

English (LSJ)

ές, (τεῦχος) unequipped, unarmed, E.Andr.1119, AP9.320 (Leon.).

Spanish (DGE)

-ές
inerme ἀτευχῆ παῖδ' Ἀχιλλέως E.Andr.1119, de Afrodita AP 9.320.3 (Leon.), cf. Nonn.D.26.19, 27.120
fig. desarmado, sin recursos contra una tentación, Serapio Off.Med.17. • Diccionario Micénico: a-te-u-ke.

German (Pape)

[Seite 385] ές, unbewaffnet, Eur. Andr. 1118.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non équipé, non armé.
Étymologie: , τεῦχος.

Russian (Dvoretsky)

ἀτευχής: невооруженный Eur., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτευχής: -ές, (τεῦχος) μὴ ὡπλισμένος, ἄοπλος, Εὐρ. Ἀνδρ. 1119, Ἀνθ. Π. 9. 320.

Greek Monolingual

ἀτευχής, -ές και ἀτεύχητος, -ον (Α) τεύχος
ο άοπλος.

Greek Monotonic

ἀτευχής: -ές (τεῦχος), μη οπλισμένος, άοπλος, σε Ευρ., Ανθ.· ομοίως, ἀ-τεύχητος, -ον, στον ίδ.

Middle Liddell

τεῦχος
unequipped, unarmed, Eur., Anth.

English (Woodhouse)

unarmed