προπηλακιστικῶς

Revision as of 21:24, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

Middle Liddell

[from προπηλᾰκίζω]
contumeliously, insolently, outrageously, Dem.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière outrageante.
Étymologie: προπηλακίζω.

Greek Monotonic

προπηλᾰκιστικῶς: επίρρ., προσβλητικά, υβριστικά, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προπηλᾰκιστικῶς: оскорбительно, оскорбляюще (διαλέγεσθαί τινι Dem.).