ἐκπροθυμέομαι

Revision as of 23:38, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Étymologie:''' ἐκ," to "Étymologie:''' ἐκ,")

English (LSJ)

strengthened for προθυμέομαι, E.Ph.1678.

Spanish (DGE)

desear τί δ' ἐκπροθυμῇ τῶνδ' ἀπηλλάχθαι γάμων; ¿por qué anhelas renunciar a esta boda? E.Ph.1678.

German (Pape)

[Seite 776] verstärktes προθυμέομαι, praes. c. inf., Eur. Phoen. 1678.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
désirer du fond du cœur.
Étymologie: ἐκ, προθυμέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπροθῡμέομαι: страстно желать (ἀπηλλάχθαι τινός Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπροθυμέομαι: ἐπιτετ. ἀντὶ προθυμέομαι, Εὐρ. Φοίν. 1678.

Greek Monotonic

ἐκπροθυμέομαι: δείχνω εξαιρετικό ζήλο, είμαι ιδιαίτερα ένθερμος ή ενθουσιώδης, σε Ευρ.

Middle Liddell

to be very zealous, Eur.