ἄδαιτος
English (LSJ)
ον, (δαίνυμαι) of which none might eat, θυσία A Ag.151.
Spanish (DGE)
-ον
que carece de banquete θυσία ἄ. sacrificio carente de festín de la muerte de Ifigenia, A.A.151, cf. Orác. en Phleg.36.10.43.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on ne doit pas manger.
Étymologie: ἀ, δαίνυμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἄδαιτος: не могущий быть съеденным, т. е. чудовищный, мерзостный (θυσία Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄδαιτος: -ον, (δαίνυμαι) ὁ μὴ ὢν κατάλληλος εἰς βρῶσιν, θυσία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 151.
Greek Monotonic
ἄδαιτος: -ον (δαίνυμαι), αυτός που δεν είναι κατάλληλος για βρώση, σε Αισχύλ.