δείνωσις
English (LSJ)
εως, ἡ, A exaggeration or exacerbation, Pl.Phdr.272a, Quint.Inst.6.2.24, Longin.11.2, 12.5 (pl.), Demetr. Eloc.130; αὔξησις καὶ δ. D.H.Vett.Cens.2.5, cf. Lys.19 (pl.). II indignation, Arist.Rh.1417a13, 1419b26. 2 frowning, ὀφρύες δεινώσιος μετέχουσαι Hp.Acut.42.
Spanish (DGE)
v. δίνωσις.
-εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος Hp.Acut.42]
I ret.
1 vehemencia, exaltación, exageración en la forma del discurso o en su tema Pl.Phdr.272a, Arist.Rh.1395a9, 1401b3, χρῆται ... αὐταῖς Ὅμηρος καὶ πρὸς δείνωσιν ... καὶ ἔμφασιν Demetr.Eloc.130, cf. D.H.Imit.2.5, Longin.11.2, 12.5, Quint.Inst.6.2.24, ἐνέμειξε τοῖς ἐπαίνοις οἶκτον ἅμα καὶ δείνωσιν ἐπί τῷ πάθει mezcló en su panegírico la lamentación con la vehemencia para subrayar la desgracia Plu.Ant.14, cf. Flam.18, TG 2.
2 sentimiento de indignación, sobrecogimiento o vehemencia que se provoca en el oyente, Arist.Rh.1417a13, 1419b26.
3 poder oratorio, capacidad expresiva πειρῶνται δεικνύειν τῆς ἐνούσης αὐτοῖς ἀγχινοίας τὴν δείνωσιν intentan mostrar el poder oratorio propio de su sagacidad Cyr.Al.Apol.Orient.p.62.23, λόγων ἔχοντες δείνωσιν Cyr.Al.M.70.944D, δείνωσιν· δύναμιν. δεινότητα Hsch., cf. Sud.
II no ret. exageración ὀφρύες δεινώσιος μετέχουσαι fruncen el ceño exageradamente Hp.l.c.
German (Pape)
[Seite 539] ἡ, das Schrecklich-, Großmachen, das Übertreiben, Plat. Phaedr. 272 a; Plut. Flam. 18; auch als rhetorische Figur, Arist. rhet. 2, 21; vgl. Quinct. 6, 2, 24.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
exagération (de dangers, d'inconvénients, etc.).
Étymologie: δεινόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δείνωσις -εως, ἡ [δεινόω] overdrijving; geneesk.. ὀφρύες δεινώσιος μετέχουσαι de wenkbrauwen lijden aan overdreven fronsing Hp. Acut. 42. verontwaardiging.
Russian (Dvoretsky)
δείνωσις: εως ἡ
1 раздувание, преувеличение (ἐλεεινολογία καὶ δ. Plat.; σχετλιασμὸς καὶ δ. Arst.);
2 возбуждение, раздражение, негодование (ἢ οἶκτον ἢ δείνωσιν φέρειν Arst.): λόγος περιπαθὴς εἰς δείνωσιν Plut. пламенная или зажигательная речь.
Greek Monotonic
δείνωσις: -εως, ἡ (δεινόω), υπερβολή, μεγαλοποίηση, διόγκωση, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
δείνωσις: -εως, ἡ, (δεινόω) ἐξόγκωσις, ὑπερβολικὴ μεγαλοποίησις, Πλάτ. Φαίδρ. 272Α, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 10., 24, 4. ΙΙ. δ. ὀφρύων, τὸ συνοφρυοῦσθαι, τὸ συσπᾶν τὰς ὀφρῦς, Ἱππ. Ὀξ. 391.
Middle Liddell
δεινόω
exaggeration, Plat.