πολεμιστρίς

Revision as of 10:38, 27 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ίδος, fem. of πολεμιστής, Tz.H.1.876; πολεμίστρια, Heraclit.Ep.7.6.

German (Pape)

[Seite 654] ίδος, ἡ, = Vorigem, ναῦς, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμιστρίς: -ίδος, θηλ. τοῦ προηγ., Τζέτζ. Ἱστ. 1. 876· πολεμίστρια, Ἡρακλείτου Ἐπ. 7.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Μ
βλ. πολεμιστής.