πολεμιστρίς
English (LSJ)
ίδος, fem. of πολεμιστής, Tz.H.1.876; πολεμίστρια, Heraclit.Ep.7.6.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πολεμιστρίς: -ίδος, θηλ. τοῦ προηγ., Τζέτζ. Ἱστ. 1. 876· πολεμίστρια, Ἡρακλείτου Ἐπ. 7.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Μ
βλ. πολεμιστής.