ἐμπεδής
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ές
I fijado al suelo con firmeza, estable de Hades Trag.Adesp.208.
II adv. ἐμπεδέως , ἐμπεδῶς
1 invariablemente τωὐτὸν ἔχουσ' ἐ. ἔθος Carm.Conu.22.
2 sin interrupción ἔτη τριάκοντα μείναντες ἐμπεδῶς Plb.2.19.1.
German (Pape)
[Seite 811] ές, Hesych., = ἔμπεδος. – Adv. ἐμπεδέως, Scol. bei Ath. XV, 695 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεδής: -ές, = ἔμπεδος, Ἡσύχ., ἀλλ’ ἐπίρρ. ἐμπεδῶς, διηνεκῶς, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 20, Ἰων. ἐμπεδέως σκόλια παρ’ Ἀθην. 695Ε.