καταπείθω

Revision as of 12:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")

English (LSJ)

persuade, LXX 2 Ki.17.16, Luc.Charid.16:—Pass., Sch.Ar.Pl.507.

German (Pape)

[Seite 1368] überreden, überzeugen, Luc. Charid. 16.

French (Bailly abrégé)

persuader, déterminer.
Étymologie: κατά, πείθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πείθω overtuigen.

Russian (Dvoretsky)

καταπείθω: убеждать, увещевать Luc.

Greek Monolingual

(AM καταπείθω)
(επιτ. τ. του πείθω)
1. πείθω κάποιον πλήρως
2. μέσ. καταπείθομαι
πείθομαι, πιστεύω σε κάποιον.

Greek Monotonic

καταπείθω: μέλ. -πείσω, πείθω εντελώς, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπείθω: μέλλ. -πείσω, ἐντελῶς πείθω, Λουκ. Χαρίδ. 16, Γραμμ., καὶ «καταπέποιθα· κατατεθάρρηκα» Ἡσύχ.

Middle Liddell

fut. -πείσω
to persuade, Luc.