Θυέστειος

Revision as of 12:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

α, ον, of Thyestes, ῥάκη Ar.Ach.433; δεῖπνον Porph.Chr. 69.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Thyeste.
Étymologie: Θυέστης.

Greek (Liddell-Scott)

Θυέστειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸν Θυέστην, ῥᾴκη Ἀριστοφ. Ἀχ. 433.

Greek Monotonic

Θυέστειος: -α, -ον, σχετικά με τον Θυέστη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Θυέστειος, η, ον
of Thyestes, Ar.