μεγαλουργής

Revision as of 13:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

contr. for μεγαλοεργής.

German (Pape)

[Seite 107] ές (s. μεγαλοεργής), Großes verrichtend, τὸ μ., = Folgdm, Luc. Alex. 4, wo Jacobitz μεγαλουργός lies't.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui fait de grandes choses.
Étymologie: μέγας, ἔργον.

Greek Monolingual

μεγαλουργής και μεγαλοεργής, -ές (Α)
αυτός που κάνει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ουργής].

Greek Monotonic

μεγᾰλουργής: -γία, -γός, βλ. μεγαλο-εργ-.