ληκυθισμός

Revision as of 14:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, hollow, affected speaking, Plu.2.1086e, Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 39] ὁ, das Singen, Sprechen mit starker, hohler Stimme, Plut. non posse 2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
déclamation.
Étymologie: ληκυθίζω.

Russian (Dvoretsky)

ληκῠθισμός:напыщенное декламирование Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ληκῠθισμός: ὁ, μεγαλοφώνως φωνασκεῖν, κραυγαὶ θορυβώδεις, Πλούτ. 2. 1086Ε, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.

Greek Monolingual

ληκυθισμός, ὁ (Α) ληκυθίζω
το να μιλά ή να φωνάζει ή να ψάλλει κάποιος με δυνατή λαρυγγώδη φωνή.