μιξόμβροτος

Revision as of 14:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, for μιξόβροτος, half-human, βοτόν A.Supp. 568 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 189] mit der menschlichen Gestalt gemischt, halb Mensch, βοτὸν ἐςορῶντες δυσχερὲς μιξόμβροτον, Aesch. Suppl. 563.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié homme.
Étymologie: μίγνυμι, *μβροτός > βροτός.

Russian (Dvoretsky)

μιξόμβροτος: наполовину человеческий: μιξόμβροτον βοτόν Aesch. = Ἰώ.

Greek (Liddell-Scott)

μιξόμβροτος: -ον, ἀντὶ μιξόβροτος, κατὰ τὸ ἥμισυ ἀνθρώπινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 569.

Greek Monolingual

μιξόμβροτος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ ανθρώπινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- + -μβροτός (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησί-μβροτος].