έως, ὁ, an eyesalve, Gal.12.778, Paul.Aeg.7.16.
έως (ὁ) :collyre pour certaines maladies.Étymologie: λύγξ².
λυγκεύς, -έως, ὁ (Α) λύγξ (I)]φάρμακο για οφθαλμικά νοσήματα.