σκαληνία
English (LSJ)
ἡ, unevenness, σχημάτων Plu.2.697a.
German (Pape)
[Seite 888] ἡ, Höckrigkeit, Ungleichheit, Plut. Symp. 6, 10.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
σκᾰληνία: ἡ неровность или неравенство (σχημάτων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ἡ, Α σκαληνός
ανισότητα, ανομοιότητα.