συμβατήριος

Revision as of 15:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, = συμβατικός (tending to agreement, leading to agreement, disposed to agreement, towards an agreement, disposed for agreement, convenient, inclined to agreement), λόγοι Th. 5.76, DH. 2.45, al. ; σπονδαί Ph. 1.390, al.

German (Pape)

[Seite 978] = Folgdm, λόγοι, Thuc. 5, 76.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conciliant.
Étymologie: συμβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβατήριος -ον [συμβαίνω] tot een overeenkomst leidend, verzoenend.

Russian (Dvoretsky)

συμβᾰτήριος: примирительный, направленный к соглашению (λόγοι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

συμβᾰτήριος: -ον, = τῷ ἑπομ., λόγοι Θουκ. 5. 76, Διον. Ἁλ. 2. 45, κ. ἀλλ.· σπονδαὶ Φίλων 1. 392, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
συμβιβαστικός («λόγους... ξυμβατηρίους», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. δρασ-τήριος)].

Greek Monotonic

συμβᾰτήριος: -ον, = το επόμ., σε Θουκ.