convenient
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English > Greek (Woodhouse)
adjective
suitable: P. and V. ἐπιτήδειος, πρόσφορος, σύμφορος; see suitable.
befitting: P. and V. εὐπρεπής, πρέπων, προσήκων, σύμμετρος, Ar. and P. πρεπώδης, V. συμπρεπής.
easy: P. and V. εὔπορος, ῥᾴδιος, V. εὐμαρής.
adapted (for): P. εὐφυής (πρός, acc.).
be convenient (be convenient for): P. προὔργου εἶναι πρός (acc.).