φιλάγραυλος
English (LSJ)
ον, fond of the country, Πάν AP6.73 (Maced.), cf. Nonn.D.8.15.
German (Pape)
[Seite 1273] das Landleben liebend; Πάν Macedon. 25 (VI, 73); ἠχώ Nonn. D. 8, 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la vie des champs.
Étymologie: φίλος, ἄγραυλος.
Russian (Dvoretsky)
φιλάγραυλος: любящий поля или сельскую жизнь (Πάν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλάγραυλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀγροτικὸν βίον, Ἀνθ. Π. 6. 73, Νόνν. Δ. 8. 15.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά την αγροτική ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄγραυλος «αυτός που ζει στην ύπαιθρο»].
Greek Monotonic
φῐλάγραυλος: -ον, αυτός που αγαπά την εξοχή, σε Ανθ.