ἀκόλυμβος

Revision as of 15:18, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, unable to swim, Batr.158, Str.6.2.9, Plu.2.599b.

Spanish (DGE)

-ον que no sabe nadar, Batr.158, Str.6.2.9, Plu.2.599b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne sait pas plonger.
Étymologie: , κόλυμβος.

German (Pape)

der nicht schwimmen kann, Batr. 157; in sp. Prosa, wie Plut. exil. 1.

Russian (Dvoretsky)

ἀκόλυμβος: не умеющий нырять или плавать Batr., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόλυμβος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κολυμβᾷ, Βατραχομ. 157, Στράβ., Πλούτ.

Greek Monolingual

ἀκόλυμβος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι ικανός στην κολύμβηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κολυμβῶ].

Greek Monotonic

ἀκόλυμβος: -ον, ο ανίκανος να κολυμπήσει, σε Βατραχομ., Πλούτ.

Middle Liddell

unable to swim, Batr., Plut.