ἀνθοκομέω

Revision as of 15:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

produce flowers, of the earth, βοτάνας ἀ. AP7.321.

Spanish (DGE)

producir flores de la tierra AP 7.321, τὸ ἔαρ Cyr.Al.M.73.620A.

German (Pape)

[Seite 232] Blumen pflegen, γῆ ἀνθοκομεῖ βοτάνας Ep. ad. 650 (VII, 321).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se couvrir de fleurs.
Étymologie: ἀνθοκόμος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθοκομέω: рождать цветы (γαῖα ἀνθοκομεῖ βοτάνας Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοκομέω: περιποιοῦμαι, καλλιεργῶ ἢ παράγω ἄνθη, γαῖα φίλη.. εἰαρινὰς ἀνθοκόμει βοτάνας Ἀνθ. Π. 7. 321.

Greek Monotonic

ἀνθοκομέω: μέλ. -ήσω, παράγω λουλούδια, σε Ανθ.

Middle Liddell

[from ἀνθοκόμος
to produce flowers, Anth.