ἀπαραλλαξία

Revision as of 15:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ἡ, A indistinguishability, Stoic.2.34 (pl.), cf. Phld. Sign.6,37; ὁμοιότης κατ' -ίαν S.E.M.7.108. II unshakable determination, Stoic.3.73.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
indistinción, semejanza absoluta πάντα πράγματα συγχέουσι ταῖς ἀ. Chrysipp.Stoic.2.34, τοῦ σημείου Phld.Sign.9.11, cf. 6.9, 37.27, ὁμοιότης κατ' ἀπαραλλαξίαν S.E.M.7.108
entre los crist. en rel. c. las personas de la Trinidad, Acac.Caesar.Fr.Marcell. en Epiph.Const.Haer.72.10 (p.264.32), Thdr.Mops.Io 9.3.

German (Pape)

[Seite 279] ἡ, das Nichtverschieden-, vollkommen gleich sein, Plut. adv. Stoic. 36.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
immutabilité.
Étymologie: ἀπαράλλακτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαραλλαξία:отсутствие различия, полное сходство Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαραλλαξία: ἡ, τὸ ἀμετάβλητον, Πλούτ. 2. 1077C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ.7. 108.

Greek Monolingual

ἀπαραλλαξία, η (Α)
η ιδιότητα του αμετάβλητου, του αναλλοίωτου.