ἀντιχόρηγος

Revision as of 15:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ὁ, rival choragus, And.4.20, D.21.59.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ corego rival And.4.20, D.21.59.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chorège rival.
Étymologie: ἀντί, χορηγός.

German (Pape)

ὁ, wer wetteifernd mit einem Andern die Kosten zur Ausrüstung eines Chors hergibt, τινί Andoc. 4.20.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιχόρηγος: ὁ хорег-соперник (τινι Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιχόρηγος: ὁ, ἀντίπαλος χορηγός, Ἀνδοκ. 31. 36, Δημ. 533. 14· πρβλ. Οὐολφίου Δημ. πρὸς Λεπτ. σ. XCI.

Greek Monolingual

ἀντιχόρηγος, ο (Α)
αντίπαλος χορηγός.

Greek Monotonic

ἀντιχόρηγος: ὁ, αντίπαλος χορηγός, σε Δημ. κ.λπ.

Middle Liddell

a rival choragus, Dem., etc.