αντίπαλος

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀντίπαλος, -ον) αντι - + παλος < πάλη
1. αυτός που παλεύει, αγωνίζεται εναντίον κάποιου
2. εκείνος που συναγωνίζεται, αμιλλάται με κάποιον
3. ως ουσ. α) ο ανταγωνιστής
6) ο εχθρός
αρχ.
1. ο ισόπαλος, ο σχεδόν ίσος στη δύναμη
2. ο εξίσου μεγάλος
3. ο ανάλογος, ο αντίστοιχος
4. ο αμοιβαίος
5. ο αντίθετος
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντίπαλον
α) η αντίθετη παράταξη, οι αντίπαλοι
6) φρ. «τὸ ἀντίπαλον τῆς ναυμαχίας» — η αβεβαιότητα, η ασάφεια για το αποτέλεσμα
γ) «τὸ ἀντίπαλον δέος» — ο φόβος που προκαλείται από την ισορροπία δυνάμεων των αντιπάλων (Θουκ.).

Translations

adversary

Arabic: خَصْم‎, مُقَاوِم‎; Armenian: ախոյան; Azerbaijani: rəqib; Belarusian: супраці́ўнік, супраці́ўніца, праці́ўнік, праці́ўніца, сапернік, саперніца; Bulgarian: противник, противница, противничка, неприятел, неприятелка, съперник, съперница, съперничка; Catalan: adversari, adversària; Chinese Mandarin: 敵手, 敌手, 對手, 对手; Czech: protivník, protivnice; Danish: modstander; Dutch: tegenstander, tegenstandster; Finnish: vastustaja, vastapuoli, vihollinen; French: adversaire, ennemi, ennemie; Galician: adversario, adversaria; German: Gegner, Gegnerin, Widersacher, Widersacherin, Gegenspieler, Gegenspielerin, Kontrahent, Kontrahentin; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐍃𐍄𐌰𐌸𐌾𐌹𐍃; Greek: αντίπαλος; Ancient Greek: ἀνταγωνιστής, ἀντηρέτης, ἀντίδικος, ἀντίζηλος, ἀντίπαλος, ἀντιπόλεμος, ἀντίφρων, διαπολιτευτής, διάφορος, ἐνστάτης, παλαιστής, παράμιλλος, πολέμιος, Σατάν, Σατᾶν, σατανᾶς, Σατανᾶς; Hebrew: יָרִיב‎, אוֹיֵב‎; Hindi: प्रतियोगी; Hungarian: ellenfél; Icelandic: andstæðingur, óvinur; Italian: avversario, avversaria; Japanese: 敵, 相手, アドバーサリー, 敵対者; Kashubian: warg; Kazakh: қарсылас; Korean: 적대자(敵對者), 애드버서리, 경쟁자(競爭者); Kyrgyz: теңтайлашуучу; Latin: adversarius, adversaria; Malayalam: എതിരാളി, പ്രതിയോഗി; Norman: advèrsaithe; Norwegian Bokmål: motstander, opponent; Nynorsk: motstandar, opponent; Persian: همیستار‎, هماورد‎, رقیب‎; Plautdietsch: Jäajna; Polish: przeciwnik, przeciwniczka, oponent, oponentka, adwersarz, adwersarka; Portuguese: adversário, adversária; Romanian: adversar, adversară; Russian: соперник, соперница, противник, противница, неприятель, неприятельница; Sanskrit: विपक्ष; Serbo-Croatian Cyrillic: про̀тӣвнӣк, про̀тӣвница; Roman: pròtīvnīk, pròtīvnica; Slovak: odporca, protivník, protivníčka; Slovene: nasprotnik, nasprotnica; Spanish: adversario, adversaria; Swedish: motståndare; Tajik: рақиб; Telugu: వ్యతిరేకి; Turkish: rakip; Turkmen: garşydaş; Ukrainian: супротивник, супротивниця, противник, противниця, суперник, суперниця; Uyghur: رەقىب‎; Uzbek: raqib; Vietnamese: đối thủ