ἀρρίγητος
English (LSJ)
ον, not shivering, daring, AP6.219 (Antip.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
que no tiembla, impávido τὸν δὲ μέτ' ἀ. ἐπείσθορε ταυροφόνος θήρ AP 6.219.7 (Antip.Sid.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que rien ne fait frissonner.
Étymologie: ἀ, ῥιγέω.
German (Pape)
nicht schaudernd, nicht furchtsam, θήρ Antip.Sid. 27 (VI.219).
Russian (Dvoretsky)
ἀρρίγητος: (ῑ) бестрепетный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρίγητος: -ον, ὁ μὴ ῥιγῶν, ὁ μὴ φοβούμενος, ἀτρόμητος, Ἀνθ. Π. 219.
Greek Monolingual
ἀρρίγητος, -ον (Α) [[[ριγώ]] (-έω)]
αυτός που δεν τρέμει, ο άφοβος.
Greek Monotonic
ἀρρίγητος: -ον (ῥῑγέω), αυτός που δεν φοβάται, ατρόμητος, τολμηρός, σε Ανθ.