θήρ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
English (LSJ)
θηρός, Ep. dat. pl. θήρεσσι, ὁ: later also ἡ, Ael.NA6.24, etc.: (v. sub fin.):—
A beast of prey, esp. a lion (so used in Cephallenia, Sch. Il.15.324), Il.15.586, etc.; ὁ Νέμειος θ. E.HF153: coupled with λέων, ib.465, Epimenid.2: with λέαινα, AP14.63.4 (Mesom.); of the wild boar, Ἐρυμάνθιος θ. S.Tr.1097; of Cerberus, Id.OC1569 (lyr.); ὁ θ., of a hind, Id.El.572: pl., generally, beasts, opp. birds and fishes, ἠέ που ἐν πόντῳ φάγον ἰσθύες, ἢ ἐπὶ χέρσου θηρσὶ καὶ οἰωνοῖσιν ἕλωρ γένετ' Od.24.291; ἰχθύσι μὲν καὶ θηρσὶ καὶ οἰωνοῖς πετεηνοῖς Hes.Op.277; ἐν θηρσίν, ἐν βροτοῖσιν, ἐν θεοῖς ἄνω S.Fr.941.12; ἐν ἄγρῃ θηρῶν Hdt. 3.129; ἄφοβοι θῆρες S.Aj.366: metaph., θῆρες ξιφήρεις, of Orestes and Pylades, E.Or.1272, cf. Ph.1296 (lyr.); ἡ σφοδρότης… θηρός (sc. Ἔρωτος) Alex.245.12: prov., ἔγνω θὴρ θῆρα Arist.Rh.1371b16.
2 of any living creature, πλωτοὶ θῆρες, i.e. dolphins, Arion 1.5; of vermin killed by birds, Ar.Av.1064 (lyr.); of gnats, AP5.150 (Mel.); of the sacred animals in Egypt, ἀρχιστολιστὴς θηρῶν Sammelb.4011.4.
3 any fabulous monster, as the Sphinx, A.Th.558 codd.; especially of a centaur, S.Tr.556, 568 (cf. φήρ); of Satyrs, E.Cyc.624; οὐ θεῶν τις οὐδ' ἄνθρωπος οὐδὲ θ. A.Eu.70.—Less freq. than θηρίον in Prose, but found in Hdt. l.c. (v.l. θηρίων), X.Cyr.4.6.4, Pl.R. 559d, Sph. 235a, Ael. l.c., etc.; ἄγριοι θῆρες Arist.EE1229a25. (I.-E. ĝhu̯ēr-, cf. φήρ, Lith. žvėrìs 'wild beast'.)
French (Bailly abrégé)
θηρός (ὁ, postér. ἡ)
bête sauvage :
1 bête féroce, bête sauvage;
2 bête vivant sur terre (p. opp. aux oiseaux et aux poissons);
3 bête en gén., même les oiseaux ; bête apprivoisée ou domestique;
4 bête monstrueuse ou fabuleuse, être monstrueux (Cerbère, Sphinx, Centaure);
5 fig. en parl. de pers.
Étymologie: cf. lat. fera.
German (Pape)
θηρός, ὁ (φήρ, fera), Tier, οὐδ' ἄνθρωπος, οὐδὲ θήρ Aesch. Eum. 70; und zwar bes. das wild lebende, das Wild, wie Hom. Ἴδην μητέρα θηρῶν nennt, Il. 8.47; ἐν ἄγρῃ θηρῶν Her. 3.129; ἄγρευμα θηρός Aesch. Ch. 992, vgl. Eum. 141; von der Hindin Soph. El. 562, vom Eber Trach. 1087; bei Hom. vorzugsweise Raubtier, μὴ θήρεσσιν ἕλωρ γένωμαι Od. 5.473, vgl. 24.292, wo θηρσὶ καὶ οἰωνοῖς vrbdn, wie Hes. O. 275 und Soph. frg. 678; Löwe, Il. 15.586; Xen. Cyr. 4.6.4; Eur. Herc.Fur. 153, der auch θὴρ λέων vrbdt, wie λέαινα θήρ Mesomed. 3 (XIV.63); Pind. hat nur I. 5.46 den sing., sonst den plur. Bei Aesch. Spt. 540 die Sphinx; πλωτοὶ θῆρες, Delphine, Arion bei Ael. H.A. 12.45. Soph. nennt in den Trach. oft die Kentauren θήρ, ἀρχαῖος θήρ 553 (vgl. φήρ), und O.C. 1565 den Kerberos, aber Aj. 359 sind ἄφοβοι θῆρες zahme Tiere, Schafherden; Ar. Av. 1064 Insekten. – übertragen, wilde, gewaltige Menschen, Eur. Or. 1227. – In Prosa ist θηρίον gewöhnlich, αἴθωσι θηρσὶ καὶ δεινοῖς Plat. Rep. VIII.559d, τὸν θῆρα μηκέτ' ἀνεῖναι, das Wild, Soph. 235a, – ἡ θήρ, Ael. N.A. 6.24; Opp. C. 3.440 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
θήρ: θηρός ὁ (в прозе преимущ. θηρίον) (эп. dat. pl. тж. θήρεσσι)
1 хищный зверь: ὁ Νέμειος θ. Eur. Немейский зверь (лев); Ἐρυμάνθιος θ. Soph. Эримантский зверь (вепрь);
2 (тж. ἐπὶ χέρσου θήρ Hom.) наземное животное (ἰχθύες καὶ θῆρες καὶ οἰωνοί Hes.);
3 животное (вообще) (οὐ θεῶν τις, οὐδ᾽ ἄνθρωπος οὐδὲ θήρ Aesch.): ἔγνω θὴρ θῆρα погов. Arst. зверь зверя (т. е. свой своего) узнает;
4 чудовище (ὁ θ. Κένταυρος Soph.): ἀμαίμακος θήρ Soph. неукротимое чудовище (т. е. Κέρβερος);
5 перен. человек: θῆρες ξιφήρεις Eur. вооруженные мечами люди (т. е. Ὀρέστης καὶ Πυλάδης).
Greek (Liddell-Scott)
θήρ: θηρός, Ἐπικ. δοτ. πληθ. θήρεσσι, ὁ, μεταγεν. ὡσαύτως ἡ, Αἰλ. π. Ζ. 6. 24, κτλ. (ἴδε ἐν τέλει). Ἄγριον θηρίον, θηρίον σαρκοβόρον, ἰδίως λέων, Ἰλ. Ο. 586, κτλ. ὁ Νέμειος θ. Εὐρ. Ἡρ.Μαιν. 153· συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ λέων, αὐτόθι 465, Ἐπιμενίδ. παρ’ Αἰλ. π. Ζ. 12. 7· μετὰ τοῦ λέαινα, Ἀνθ. Π. 14. 63· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ ἀγρίου κάπρου, Ἐρυμάνθιος θ. Σοφ. Τρ. 1096· ἐπὶ Κερβέρου, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1569· ὁ θήρ, ἐπὶ ἐλάφου, ὁ αὐτ. Ἠλ. 572· ἐν τῷ πληθ., τὰ ζῶα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ πτηνὰ καὶ τοὺς ἰχθῦς, ἠέ που ἐν πόντῳ φάγον ἰχθύες, ἢ ἐπὶ χέρσου θηρσὶ καὶ οἰωνοῖσιν ἕλωρ γένετ’ Ὀδ. Ω. 291· ἰχθύσι μὲν καὶ θηρσὶ ἐν βροτοῖσιν, ἐν θεοῖς ἄνω Σοφ. Ἀποσπ. 678, 12· ἐν ἄγρῃ θηρῶν Ἡρόδ. 3. 129· ἄφοβοι θῆρες (ἴδε ἄφοβος) Σοφ. Αἴ. 366· μεταφ., θῆρες ξιφήρεις, ἐπὶ τοῦ Ὀρέστου καὶ Πυλάδου, Εὐρ. Ὀρ. 1272· ἡ σφοδρότης … θηρὸς (ἐνν. Ἔρωτος) Ἄλεξ. Φαιδρ. 1. 12· παροιμ., ἔγνω θὴρ θῆρα Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 25. 2) ἐπὶ παντὸς ζώου, πλωτοὶ θῆρες, δηλ. δελφῖνες, Ἀρίων ἐν Bgk. Λυσ. σ. 566· ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1065 (λυρ)· ἐπὶ κωνώπων, Ἀνθ. Π. 5. 151. 3) πᾶν μυθῶδες θηρίον, οἷον ἡ Σφίγξ, Αἰσχύλ. Θήβ. 558· ἰδίως ἐπὶ Κενταύρου, Σοφ. Τρ. 556, 568, 662, κ. ἀλλ. (πρβλ Φήρ)· ὡσαύτως ἐπὶ σατύρου, Εὐρ. Κύκλ. 624· ἴσως ἡ λέξις σημαίνει σάτυρον καὶ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 70, οὐ θεῶν τις οὐδ’ ἄνθρωπος οὐδὲ θήρ. - Παρὰ πεζοῖς ὑπερίσχυσεν ὁ τύπος θηρίον, ἂν καὶ εὕρηται τὸ θὴρ παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 4. 6, 4, Πλάτ. Πολ. 559D, Σοφ. 235Β, Αἰλ. κλ. (Ἐκ τοῦ θὴρ (Αἰολ. φήρ, Λατ. fera) παράγονται αἱ λέξεις, θηρίον, θήρα, θηράω, πρβλ. Γοτθ. dius, Ἀρχ. Σκανδ. dyr, Ἀγγλο-Σαξον. deôr (Ἀγγλ. deer, ἔλαφος)· Ἀρχ. Γερμ. tior (their)· ἀλλ’ ὁ Κούρτ. ἐγείρει ἀμφιβολίας περὶ τῶν σχέσεων τούτων).
English (Autenrieth)
English (Slater)
θήρ (cf. φήρ: θήρ, θηρός; θηρῶν, θηρσί, θῆρας.) (wild) creature ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ (P. 5.61) κεράιζεν ἀγρίους θῆρας (P. 9.22) “ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεται οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶν” (P. 9.58) ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας (N. 1.63) δάμασε δὲ θῆρας ἐν πελάγει ὑπερόχους (N. 3.23) τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ (Heyne: θηρᾶν codd.) †. 4. 46. “ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean lion (I. 6.48) “ὦ τέκνον, ποντίου θηρὸς πετραίου χρωτὶ μάλιστα νόον προσφέρων” i. e. the sea-anemone, cf. Theogn. 215. fr. 43. 1. ]ι θῄρ μ[ Πα. 7C. a. 5. ὁ δὲ κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις (supp. Housman) Δ. 2. 22. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν fr. 106. 2.
Greek Monolingual
θήρ, ὁ, ἡ (Α)
1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.)
2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ.
β. «ἀντίσταθμον τοῦ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῦ κόρην», Σοφ.)
3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» — ο Κέρβερος, Σοφ.)
4. παράσιτο, έντομο ή σκουλήκι
5. μτφ. οι διώκτες τών χριστιανών και ο διάβολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ghwēr-«άγριο ζώο». Οι τ. του πληθυντικού θήρες, -ών αντιστοιχούν επακριβώς στα λιθουαν. žveres, žverū (< ΙE ghwēr-es, ghwēr-ōm). Συνδέεται επίσης με το λατ. fěrus, που εμφανίζει όμως βραχύ θεματικό φωνήεν. Ως α' συνθετικό εμφανίζεται με τη μορφή θηρ(ο)-, ενώ ως β' συνθετικό απαντά ως -θηρος, μορφές που δεν πρέπει να συγχέονται με εκείνες τών συνθέτων της λ. θήρα. Η αρχική σημασία της λ. θηρ είναι «άγριο ζώο», χρησιμοποιείται όμως και με τις σημασίες «παράσιτο έντομο ή σκουλήκι» και «τέρας».
ΠΑΡ. θηρίο(ν), θηρεύω [πιθ. και θήρα (βλ.λ.)]
αρχ.
θηράφιον, θήρειος, θηρίδιον, θηρώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. θηρ(ο)-
(Β' συνθετικό) άθηρος, ένθηρος, μιξόθηρος, μυόθηρος, πάνθηρος, πολύθηρος.
Greek Monotonic
θήρ: θηρός, Επικ. δοτ. πληθ. θήρεσσι, ὁ·
1. άγριο κτήνος, θηρίο σαρκοβόρο, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· ενωμένο με το λέων, σε Ευρ.· μαζί με το λέαινα, σε Ανθ. Π.· επίσης, λέγεται για τον Κέρβερο, σε Σοφ.· στον πληθ., ζώα, θηρία, αντίθ. προς τα πουλιά και τα ψάρια, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.
2. λέγεται για κάθε ζώο, όπως για τα πουλιά, σε Αριστοφ., κ.λπ.
3. λέγεται για κάθε μυθικό τέρας, όπως η Σφίγγα, σε Αισχύλ.· ιδίως ο κένταυρος, σε Σοφ. (πρβλ. Φήρ)· ο σάτυρος, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: wild animal, beast of prey (Il.).
Other forms: Aeol. φήρ, -ρός
Compounds: Compp., e. g. θηρο-φόνος killing wild (Thgn.), Θηρε-φόνα (Paus. 5, 3, 3; on the comp. vowel -ε- Schwyzer 438); ἔν-θηρος full of wild (trag.), ἄ-θηρος (Hdt., A.) without wild, also without hunting (from θήρα; Sommer Nominalkomp. 149f.).
Derivatives: θηρίον wild animal, hunted animal (Od.; Wackernagel Unt. 218; orig. soothing diminutive, Sieberer Sprache 2, 112); posthhom. also animal, with several derivv.: diminut. θηρίδιον (Thphr.), θηράφιον (Damokr. ap. Gal.; Wackernagel Glotta 4, 243f.); prob. as backformation, θήραφος spider (Cyren. 62; acc. to Strömberg Wortstudien 23 as "hunted animal" from θήρα, θηρᾶν); θηριακός regarding the enimals (medic.), θηριώδης full of wild animals, animal-like (IA); θηριότης being of an animal (Arist); denomin.: 1. θηριόομαι, -όω be changed into an animal (Pl., Eub.) with θηρίωσις (Luc.); beside it θηρίωμα malignant ulcer from θηρίον id. (medic.); 2. θηριάζομαι id. (Corp. Herm. 10, 20). - θήρειος belonging to (the) wild (animals (IA). - Denominative verbs: 1. θηράω hunt (A.), perf. ptc. πεφειράκοντες (Thess.); from there θηρατήρ, -άτωρ (-ρητ-) hunter (Il.; on -τήρ: -τωρ Benveniste Noms d'agent 46 with the objections of Fraenkels Gnomon 22, 161) with θηρατήριος (S.); also θηρατής id. (Ar.) mit θηρατικός (X.); θήραμα hunting booty (E.), θήρατρον apparatus for hunting, net (X.); θηράσιμος worth the hunting, the trying (A. Pr. 858; cf. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 63). Here also as backformation θήρα hunt, booty (Il.) with θηροσύνη id. (Opp., AP), θηρότις θηρεύτρια H. (after ἀγρότις). As 2. member -θήρας, e. g. ὀρνιθο-θήρας birdcatcher (Ar., Arist.). 2. θηρεύω hunt (τ 465) with θηρευτής hunt (Il.), θηρευτικός (Ar., X., Arist.), also θηρευτήρ (Opp.), f. θηρεύτρια (pap.), θήρευμα hunting booty (S., E., Pl.), θήρευσις hunt (Ph). - See Chantraine Ét. sur le vocab. grec 65ff.; also Fraenkel Nom. ag. (s. index); and Porzig Satzinhalte 234.
Origin: IE [Indo-European] [493] *ǵʰueh₁r- wild animal
Etymology: With the pluralforms θῆρες, θηρῶν agree exactly the East Lith. forms žvė́res, žvėrų̃, IE *ǵhu̯ēr-es, -om; with transform. to the i-declension sing. Lith. žverìs, OCS zvěrь id.. Beside it with short stemvowel Lat. ferus wild. Details in W.-Hofmann s. ferus, Vasmer Russ. et. Wb. s. zverь; Pok. 493.
Middle Liddell
1. a wild beast, beast of prey, Il., etc.; joined with λέων, Eur.; with λέαινα, Anth.; also of Cerberus, Soph.:—in pl. beasts, as opp. to birds and fishes, Od., etc.
2. of any animal, as of birds, Ar., etc.
3. any fabulous monster, as the sphinx, Aesch.; esp. a centaur, Soph. (cf. Φήῤ; a satyr, Eur.
Frisk Etymology German
θήρ: {thḗr}
Forms: äol. φήρ, -ρός
Grammar: m.
Meaning: wildes Tier, Raubtier (vorw. ep. poet. seit Il.).
Composita: Kompp., z. B. θηροφόνος Wild erlegend (Thgn. usw.), Θηρεφόνα (Paus. 5, 3, 3; zum Komp. vokal -ε- Schwyzer 438); ἔνθηρος voll Wild (Trag. u. a.), ἄθηρος (Hdt., A. u. a.) ohne Wild, auch ohne Jagd (von θήρα; Sommer Nominalkomp. 149f.).
Derivative: Davon θηρίον wildes Tier, Jagdtier (seit Od.; Wackernagel Unt. 218; urspr. besänftigendes Deminutivum, Sieberer Sprache 2, 112); nachhom. auch Tier, mit mehreren Ableitungen: Deminutiva θηρίδιον (Thphr. u. a.), θηράφιον (Damokr. ap. Gal.; Wackernagel Glotta 4, 243f.); dazu, wohl als Rückbildung, θήραφος Spinne (Kyren. 62; nach Strömberg Wortstudien 23 als "Jagdtier" von θήρα, θηρᾶν); θηριακός auf die Tiere bezüglich (Mediz. u. a.), θηριώδης voll wilder Tiere, tierisch (ion. att.); θηριότης tierisches Wesen (Arist); Denominativa: 1. θηριόομαι, -όω ‘in ein Tier verwandelt werden bzw. verwandeln’ (Pl., Eub. u. a.) mit θηρίωσις (Luk.); daneben θηρίωμα bösartiges Geschwür von θηρίον ib. (Mediz.); 2. θηριάζομαι ib. (Corp. Herm. 10, 20). — θήρειος zum Wild gehörig (ion. att.). — Denominative Verba: 1. θηράω jagen (seit A.), Perf. Ptz. πεφειράκοντες (thess.); davon θηρατήρ, -άτωρ (-ρητ-) Jäger (ep. seit Il.; zum strittigen Bedeutungsunterschied zwischen -τήρ: -τωρ Benveniste Noms d'agent 46 mit den Einwänden Fraenkels Gnomon 22, 161) mit θηρατήριος (S.); auch θηρατής ib. (Ar., hell. u. sp.) mit θηρατικός (X. usw.); θήραμα Jagdbeute, Ziel (E. usw.), θήρατρον Werkzeug zum Jagen, Garn, Netz (X. usw.); θηράσιμος der Jagd, des Erstrebens wert (A. Pr. 858; vgl. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 63). Hierher wohl noch als Rückbildung θήρα Jagd, Jagdbeute (seit Il.) mit θηροσύνη ib. (Opp., AP; nach den Nomina auf -οσύνη), θηρότις· θηρεύτρια H. (nach ἀγρότις). Als Hinterglied -θήρας, z. B. ὀρνιθοθήρας Vogelfänger (Ar., Arist. u. a.). 2. θηρεύω jagen (seit τ 465) mit θηρευτής Jäger (seit Il.), θηρευτικός (Ar., X., Arist. usw.), auch θηρευτήρ (Opp.), f. θηρεύτρια (Pap. u. a.), θήρευμα Jagdbeute (S., E., Pl.), θήρευσις Jagd (Ph). — Ausführliche Behandlung der ganzen Wortgruppe bei Chantraine Ét. sur le vocab. grec 65ff.; mehrere Einzelheiten bei Fraenkel Nom. ag. (s. Index); dazu noch Porzig Satzinhalte 234.
Etymology: Zu den Pluralformen θῆρες, θηρῶν stimmen genau die gleichbedeutenden ostlit. Formen žvė́res, žvėrų̃, idg. *ĝhu̯ēr-es, -ō̃om; dazu mit Überführung in die i-Deklination Sing. lit. žvėrìs, aksl. zvěrь ib.. Daneben kurzer Stammvokal in lat. fĕrus wild. Einzelheiten bei W.-Hofmann s. ferus, Vasmer Russ. et. Wb. s. zverь; dazu WP. 1, 642f. (m. älterer Lit.), Pok. 493.
Page 1,671-672