ὀστρακεύς

Revision as of 16:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

English (LSJ)

έως, ὁ, potter, APl.4.191 (Nicaen.).

German (Pape)

[Seite 400] ὁ, der Verfertiger irdener Geschirre, Töpfer, Nicaenet. 2 (Plan. 191).

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
]potier.
Étymologie: ὄστρακον.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκεύς: έως, ὁ, κεραμεύς, Ἀνθολ. Πλαν. 191.

Greek Monolingual

ὀστρακεύς, -έως, ὁ (Α)
κεραμέας, κατασκευαστής πήλινων ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + κατάλ. -εύς (πρβλ. κεραμ-εύς)].

Greek Monotonic

ὀστρᾰκεύς: -έως, ὁ (ὄστρακον), κεραμικό αγγείο, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀστρᾰκεύς, έως, ὁ, ὄστρακον
a potter, Anth.