ἡμιτέλεστος

Revision as of 16:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

English (LSJ)

ον, (τελέω) half-finished, Th.3.3, dub. in D.H.1.59, etc.; of a lady's hair, half-done, Aeschin.Socr.18; of a child, Nonn.D.1.5.

German (Pape)

[Seite 1170] halb vollendet, Thuc. 3, 3 u. Sp., wie D. Hal. 1, 59; D. C. 37, 44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]à moitié fini.
Étymologie: ἡμι-, τελέω.

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐτέλεστος: полуоконченный: τὰ τῶν τειχῶν ἡμιτέλεστα Thuc. доведенные до половины работы по возведению стен.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιτέλεστος: -ον, (τελέω), κατὰ τὸ ἥμισυ τελειωμένος, τὰ ἡμιτέλεστα τῶν τειχῶν Θουκ. 3. 3, Διον. Ἁλ. 1. 59, κτλ.· βρέφος Νόνν. Δ. 1. 5.

Greek Monolingual

ἡμιτέλεστος, -ον (AM)
1. Ημιτελής, μισοτελειωμένος
2. (για βρέφος) ατελής, που δεν συμπλήρωσε τους όρους μιας τέλειας κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τελεστός (< τελώ)].

Greek Monotonic

ἡμιτέλεστος: -ον (τελέω), μισοτελειωμένος, ημιτελής, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἡμι-τέλεστος, ον τελέω
half-finished, Thuc.