ατελής

From LSJ

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source

Greek Monolingual

-ές (AM ἀτελής, -ές) τέλος
1. αυτός που δεν έχει ολοκληρωθεί, ημιτελής, ασυμπλήρωτος
2. εκείνος που δεν έχει πλήρη ανάπτυξη, ελαττωματικός
3. αυτός που είναι απαλλαγμένος από φόρους, ο αφορολόγητος
μσν.
1. (για διαθήκη) άκυρος
2. (για πρόσωπο) που δεν έχει όλα τα δικαιώματά του
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει πραγματοποιηθεί, ο ανεκτέλεστος
2. ο χωρίς αποτέλεσμα, άσκοπος
3. ακέραιος, σώος
4. αυτός που δεν τελειώνει ποτέ, ατέλειωτος
5. αόριστος, ακαθόριστος
6. αυτός που είναι απαλλαγμένος από εισφορές
7. (για χρηματικά ποσά) χωρίς κρατήσεις, ακέριος
8. ανέξοδος, μη δαπανηρός
9. αμύητος
10. άγαμος, μόνος
11. ανίκανος για κάτι
12. φρ. «ἀτελῆ ποιῶ τινα» — ευνουχίζω.