ατελής
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
Greek Monolingual
-ές (AM ἀτελής, -ές) τέλος
1. αυτός που δεν έχει ολοκληρωθεί, ημιτελής, ασυμπλήρωτος
2. εκείνος που δεν έχει πλήρη ανάπτυξη, ελαττωματικός
3. αυτός που είναι απαλλαγμένος από φόρους, ο αφορολόγητος
μσν.
1. (για διαθήκη) άκυρος
2. (για πρόσωπο) που δεν έχει όλα τα δικαιώματά του
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει πραγματοποιηθεί, ο ανεκτέλεστος
2. ο χωρίς αποτέλεσμα, άσκοπος
3. ακέραιος, σώος
4. αυτός που δεν τελειώνει ποτέ, ατέλειωτος
5. αόριστος, ακαθόριστος
6. αυτός που είναι απαλλαγμένος από εισφορές
7. (για χρηματικά ποσά) χωρίς κρατήσεις, ακέριος
8. ανέξοδος, μη δαπανηρός
9. αμύητος
10. άγαμος, μόνος
11. ανίκανος για κάτι
12. φρ. «ἀτελῆ ποιῶ τινα» — ευνουχίζω.