κόμμωμα

Revision as of 18:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ατος, τό, embellishment, Luc.Hist.Conscr.8.

German (Pape)

[Seite 1479] τό, das Geputzte, künstlicher Schmuck, Putz; τῇ ἱστορίᾳ τὰ τῆς ποιητικῆς κομμώματα εἰσάγειν Luc. hist. conscr. 8.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ornement recherché, parure.
Étymologie: κομμόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόμμωμα -ατος, τό [κομμόω] versiering.

Russian (Dvoretsky)

κόμμωμα: ατος τό украшение, прикраса, красота (τὰ τῆς ποιητικῆς κομμώματα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

κόμμωμα: τό, καλλώπισμα, διακόσμησις, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 8.

Greek Monolingual

κόμμωμα, τὸ (Α) κομμώ (II)]
καλλώπισμα, διακόσμηση.