κόμμωμα
From LSJ
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
-ατος, τό, embellishment, Luc.Hist.Conscr.8.
German (Pape)
[Seite 1479] τό, das Geputzte, künstlicher Schmuck, Putz; τῇ ἱστορίᾳ τὰ τῆς ποιητικῆς κομμώματα εἰσάγειν Luc. hist. conscr. 8.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ornement recherché, parure.
Étymologie: κομμόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόμμωμα -ατος, τό [κομμόω] versiering.
Russian (Dvoretsky)
κόμμωμα: ατος τό украшение, прикраса, красота (τὰ τῆς ποιητικῆς κομμώματα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
κόμμωμα: τό, καλλώπισμα, διακόσμησις, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 8.
Greek Monolingual
κόμμωμα, τὸ (Α) κομμώ (II)]
καλλώπισμα, διακόσμηση.