λῶδιξ

Revision as of 18:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ῑκος, ἡ, blanket or counterpane, Lat. lodix, Peripl.M.Rubr. 24, BGU1564.8 (ii A.D.):—Dim. λωδίκιν prob. in ib.93.24 (ii/iii A.D.); λωδίκιον, Stud.Pal.20.67.26 (ii/iii A.D.), etc.; cf. λωτίκιον.

French (Bailly abrégé)

ικος (ἡ) :
sorte de tissu, de couverture grossière.
Étymologie: DELG emprunté au lat. lodix, lui-même pê empr. au celt.

Greek Monolingual

λῶδιξ, -ικος, ἡ (Α)
κλινοσκέπασμα, κουβέρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από τη λατ. lōdix «κουβέρτα, σκέπασμα», η οποία με τη σειρά της αποτελεί πιθ. κελτικό δάνειο].