σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Ar. and P. στρώματα, τά, V. χλαῖνα, ἡ, φάρος, τό, φᾶρος, το, εἷμα, τό, στρωτὰ φάρη, τά.
Ar. σισύρα, ἡ.