μικραίτιος
English (LSJ)
ον, complaining of trifles, easily provoked, Demetr.Lac.Herc.1055.24, Luc.Fug.19, Charito 6.6; amor μ. semper Plin.Ep.2.2.1.
German (Pape)
[Seite 183] um kleiner Dinge willen anklagend, Vorwürfe machend, Luc. Fugit. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se plaint pour peu de chose, pointilleux.
Étymologie: μικρός, αἰτία.
Russian (Dvoretsky)
μῑκραίτιος: жалующийся из-за пустяков, капризный Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκραίτιος: -ον, ὁ παραπονούμενος περὶ μικρῶν καὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, Λουκ. Δραπέτ. 19.
Greek Monolingual
μικραίτιος, -ον (Α)
αυτός που παραπονείται για μηδαμινά και ασήμαντα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + αἴτιος.
Greek Monotonic
μῑκραίτιος: -ον, αυτός που παραπονιέται για ασήμαντα πράγματα, σε Λουκ.
Middle Liddell
μῑκρ-αίτιος, ον
complaining of trifles, Luc.