παλαίωσις

Revision as of 18:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

εως, ἡ, (παλαιόομαι) keeping for a long time, especially of wine, παλαίωσιν δέχεσθαι Str.5.4.3, cf. Plu.2.656b, Ath.1.33b, Xenocr. ap. Orib.2.58.140; of drugs, maturing, Hp.Decent.10; dilapidated condition of a house, Stud.Pal.22.131.7 (ii A. D.): metaph., διελθεῖν εἰς π. LXX Na. 1.15 (2.1); μῆνις ὀργὴ εἰς π. ἀποτιθεμένη Andronic.Rhod.p.572 M.

German (Pape)

[Seite 446] ἡ, das Altmachen, Altwerden; οἶνος χαριέστατος εἰς παλαίωσιν, Ath. I, 33 b; οἴνῳ μὲν ὠφέλιμον, ἐλαίῳ δ' ἀσύμφορον παλαίωσις, Plut. Symp. 7, 3, 4; a. Sp.; Schol. Ar. Ran. 868 erkl. μῆνις = ὀργὴ εἰς παλαίωσιν ἀποτιθεμένη.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de vieillir, vétusté.
Étymologie: παλαιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλαίωσις -εως, ἡ [παλαιόω] langere houdbaarheid.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλαίωσις: εως ἡ старение (οἴνῳ ὠφέλιμον π., sc. ἐστιν Plut.).

Greek Monotonic

πᾰλαίωσις: ἡ (παλαιόομαι), φθορά με τον χρόνο, παλαίωση, σε Στράβ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαίωσις: ἡ, (παλαιόομαι) τὸ γίγνεσθαι παλαιόν, μάλιστα ἐπὶ οἴνου, παλαίωσιν δέχεσθαι Στράβ. 243, πρβλ. Πλούτ. 2. 656Β, Ἀθήν. 33Β ἡ π. τῶν ἱματίων Achmes Ὀνειρ. 158.

Middle Liddell

πᾰλαίωσις, εως, [παλαιόομαι]
a growing old, Strab.