συμβούλευμα
English (LSJ)
ατος, τό, advice given, X.Ap.13, Eq.9.12; σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Arist.Pol.1311a20; official instruction, PFay.20.18 (iii/iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 980] τό, ertheilter Rath, θεοῦ, Xen. Apol. 13.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
conseil, avertissement.
Étymologie: συμβουλεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμβούλευμα -ατος, τό [συμβουλεύω] raad, advies; met πρός + acc. aan iem.. Aristot. Pol. 1311a20.
Russian (Dvoretsky)
συμβούλευμα: ατος τό совет, указание, наставление Xen., Arst.
Greek Monolingual
τὸ, Α συμβουλεύω
1. υπόδειξη, παραίνεση
2. επίσημη οδηγία.
Greek Monotonic
συμβούλευμα: -ατος, τό, συμβουλή που παρέχεται, σε Ξεν., Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
συμβούλευμα: τό, συμβουλή, Ξεν. Ἀπολ. 13, Ἱππ. 9. 12· σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 13.
Middle Liddell
συμβούλευμα, ατος, τό, [from συμβουλεύω
advice given, Xen., Arist.