φεραυγής

Revision as of 18:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ές, bringing light, Nonn.D.38.81, al., PMag.Berol.2.92.

German (Pape)

[Seite 1261] ές, Licht bringend, leuchtend; Nonn. D. 38, 81 u. öfter, u. a. Sp.; Suid. erkl. κατάλαμπρος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui porte la lumière, lumineux.
Étymologie: φέρω, αὐγή.

Greek (Liddell-Scott)

φεραυγής: -ές, ὁ φέρων φῶς, Νόνν. Δ. 38. 81, κλπ., πρβλ. φερεαυγής.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ, και φερεαυγής Α
αυτός που εκπέμπει φως («ἠελίοιο φεραυγέος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. κυαν-αυγής, φωτ-αυγής].