κατάλαμπρος

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλαμπρος Medium diacritics: κατάλαμπρος Low diacritics: κατάλαμπρος Capitals: ΚΑΤΑΛΑΜΠΡΟΣ
Transliteration A: katálampros Transliteration B: katalampros Transliteration C: katalampros Beta Code: kata/lampros

English (LSJ)

κατάλαμπρον, very bright, Gal.19.576, EM790.29.

German (Pape)

[Seite 1359] verstärktes simplex, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλαμπρος: -ον, λίαν λαμπρός, φεραυγὴς Σουΐδ…

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάλαμπρος, -ον)
πολύ λαμπρός, ολόλαμπρος.