χοροήθης

Revision as of 18:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ες, accustomed to the choral dance, νύμφαι h.Pan.3.

German (Pape)

[Seite 1366] ες, an Chöre, Tanze gewöhnt, H. h. 18, 3.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui a l'habitude des chœurs, des danses.
Étymologie: χορός, ἦθος.

Russian (Dvoretsky)

χοροήθης: привыкший к хороводам (Νύμφαι HH).

Greek (Liddell-Scott)

χοροήθης: -ες, ὁ εἰθισμένος εἰς τὴν χορικὴν ὄρχησιν, χοροήθεσι νύμφαις Ὕμν. Ὁμ. 18. 3.

Greek Monolingual

-όηθες, Α
(ποιητ. τ.) ο εθισμένος στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. χειρο-ήθης].

Greek Monotonic

χοροήθης: -ες (ἦθος), συνηθισμένος στη χορική όρχηση, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

χορο-ήθης, ες ἦθος
accustomed to the choral dance, Hhymn.