ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
customary: P. and V. συνήθης, εἰωθώς, νόμιμος, εἰθισμένος, ἠθάς (Dem. 605), P. σύντροφος, Ar. and P. νομιζόμενος.
accustomed to: P. συνήθης (dat.), V. ἠθάς (gen.).