ἀριστευτικός

Revision as of 19:03, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ή, όν, of, belonging to valiant deeds, Max.Tyr.29.1, Plu.2.319b.

Spanish (DGE)

-ή, -όν relativo a hechos heroicos Τύχη Plu.2.319b.

German (Pape)

[Seite 352] sich auszeichnend, wacker, tapfer, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
habitué à l'emporter sur les autres, à se distinguer par de hauts faits.
Étymologie: ἀριστεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστευτικός: доблестный, славный (τύχη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀριστεύων, ἢ ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἄριστον, ὁ ἐπιτήδειος δι’ ἔξοχα κατορθώματα, Μάξ. Τύρ. 21. 1, Πλούτ. 2. 319B.

Greek Monolingual

ἀριστευτικός, -ή, -όν (Α) αριστεύω
ο ικανός για έξοχα κατορθώματα.