δακρύρροος

Revision as of 10:37, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, flowing with tears, E.Supp.773; τέκνων πηγαί Id.HF98.

Spanish (DGE)

-ον
que deja correr lágrimas δι' ὄσσων νᾶμ' ἔχων δακρύρροον manteniendo en mis ojos una fuente de lágrimas E.Ph.370, δακρυρρόους τέκνων πηγὰς ἀφαίρει E.HF 98
acompañado de lágrimas ᾍδου τε μολπὰς ἐκχέω δακρυρρόους E.Supp.773.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui fond en larmes.
Étymologie: δάκρυ, ῥέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακρύρροος -ον [δάκρυ, ῥέω] stromend van tranen.

German (Pape)

in Tränen fließend, Eur. Suppl. 772, Herc.Fur. 98.

Russian (Dvoretsky)

δακρύρροος: обливающийся слезами Eur.

Greek Monolingual

δακρύρροος, -ον (AM)
όποιος συνοδεύεται με δάκρυα ή προκαλεί δάκρυα («Αδου μολπὰς δακρυρρόους», «δακρυρρόους θρήνους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + ρoFoς-ρους < ρέω].

Greek Monotonic

δακρύρροος: -ον (ῥέω), αυτός που χύνει δάκρυα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

δακρύρροος: -ον, ὁ ῥέων δάκρυα, Εὐρ. Ἱκέτ. 773, Ἡρ. Μαιν. 98.

Middle Liddell

[ῥέω]
flowing with tears, Eur.