θορυβωδῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
tumultueusement.
Étymologie: θορυβώδης.
Russian (Dvoretsky)
θορυβωδῶς: шумно: θορυβωδέστερον διατίθεσθαι Plut. становиться шумливее.
adv.
tumultueusement.
Étymologie: θορυβώδης.
θορυβωδῶς: шумно: θορυβωδέστερον διατίθεσθαι Plut. становиться шумливее.