ταυροδέτις
German (Pape)
[Seite 1073] ιδος, ἡ, fem. von ταυροδέτης, βύρσα Agath. 30 (VI, 41).
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
qui lie un taureau.
Étymologie: ταῦρος, δέω¹.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α
βλ. ταυροδέτης.
Russian (Dvoretsky)
ταυροδέτις: ῐδος adj. f связывающая быка (βύρσα Anth.).