ἀδωροδοκήτως
English (Woodhouse)
(see also: ἀδωροδόκητος) without taking bribes
French (Bailly abrégé)
adv.
sans se laisser corrompre par des présents.
Étymologie: ἀδωροδόκητος.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
ἀδωροδοκήτως: неподкупно, бескорыстно (δικαίως καὶ ἀ. πάντα πεπρᾶχθαι Dem.).