πρωτόζυξ

Revision as of 11:10, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

-υγος, = πρωτόζευκτος, Κύπρις AP 9.245 (Antiphan.).

German (Pape)

[Seite 805] υγος, = Vorigem, Κύπρις, Antiphan. 9 (IX, 245), der erste Beischlaf.

French (Bailly abrégé)

ζυγος (ὁ, ἡ)
marié pour la première fois.
Étymologie: πρῶτος, ζεύγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

πρωτόζυξ: ζῠγος adj. досл. впервые сочетавшийся браком, (о любви) первый (Κύπρις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόζυξ: -ῠγος, = πρωτόζευκτος, Ἀνθ. Π. 9. 245.

Greek Monolingual

-υγος, ὁ, ἡ, ΜΑ
ο πρωτόζευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. ὁμό-ζυξ].

Greek Monotonic

πρωτόζυξ: -ῠγος (ζεύγνυμι), πρόσφατα παντρεμένος, νιόπαντρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πρωτό-ζυξ, ῠγος, ζεύγνυμι
newly wedded, Anth.