πρωτόζευκτος
From LSJ
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
πρωτόζευκτον, newly married, EM17.54.
German (Pape)
[Seite 805] zuerst zusammen od. ins Joch gespannt, E. M.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόζευκτος: -ον, ὁ νεωστὶ εἰς γάμον ἐλθών, Ἐτυμολ. Μέγ. 17. 56.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που μόλις παντρεύτηκε ή αυτός που παντρεύτηκε για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ζευκτός (< ζεύγνυμι)].