ἀναλόγως
French (Bailly abrégé)
adv.
en rapport avec.
Étymologie: ἀνάλογος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλόγως: ἴδε ἀνάλογος, ἐν τέλει.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλόγως: соразмерно, тж. аналогично Plut., Sext.: ἀ. τινός Luc. в соответствии с чем-л.
adv.
en rapport avec.
Étymologie: ἀνάλογος.
ἀναλόγως: ἴδε ἀνάλογος, ἐν τέλει.
ἀναλόγως: соразмерно, тж. аналогично Plut., Sext.: ἀ. τινός Luc. в соответствии с чем-л.