λαρνάκιον
English (LSJ)
τό, Dim. of λάρναξ, small casket, Sm.1 Ki.6.8, Sammelb.5939.3 (Cyrenaica).
Greek (Liddell-Scott)
λαρνάκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λάρναξ, Σύμμαχ. Π. Δ. (Σαμ. α΄, ϛ΄, 8), Συλλ. Ἐπιγραφ. 5200b· ὡσαύτως λαρνακίδιον, Ἐκκλ.
German (Pape)
τό, dim. zu λάρναξ, Sp.