βαθύστομος
English (LSJ)
ον, A deep-mouthed, deep, σπήλαια Str.16.2.20. II cutting deep, βουπλήξ Q.S.1.337.
Spanish (DGE)
(βᾰθύστομος) -ον
1 de profunda boca σπήλαια Str.16.2.20.
2 que se hinca profundamente βουπλήξ Q.S.1.337.
German (Pape)
[Seite 425] tiefmündig, mit tiefer Öffnung, σπήλαια Strab.; – tiefschneidend, βουπλήξ Qu. Sm. 1, 337.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύστομος: -ον, ὁ βαθὺ στόμα ἔχων, βαθύς, σπήλαια Στράβ. 756.
Greek Monolingual
βαθύστομος, -ον (Α)
εκείνος που έχει βαθύ στόμιο ή άνοιγμα («βαθύστομα σπήλαια»).